πορφυροβαφής

πορφυροβαφής
πορφῠρο-βᾰφής, ές,
A = πορφυρόβαπτος, AB379, Poll.7.63, v.l. in Artem.2.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πορφυροβαφής — ές, ΜΑ ο πορφυρόβαπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. ερυθρο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • πορφυροβαφῆ — πορφυροβαφής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πορφυροβαφής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πορφυροβαφής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυροβαφεῖς — πορφυροβαφής masc/fem acc pl πορφυροβαφής masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”